ισχυροποιώ — ισχυροποιώ, ισχυροποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισχυροποιώ — (ΑΜ ἰσχυροποιῶ, έω) [ισχυροποιός] 1. καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω, ενδυναμώνω 2. καθιστώ έγκυρο, καθιερώνω … Dictionary of Greek
ισχυροποιώ — ισχυροποίησα, ισχυροποιήθηκα, ισχυροποιημένος, κάνω κάποιον ισχυρό: Ισχυροποιήθηκε ο στρατός. – Ισχυροποίησε τη θέση της η κυβέρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισφοδρύνω — ἐπισφοδρύνω (Α) ισχυροποιώ, δυναμώνω κάτι περισσότερο («ἐπισφοδρύναντα τὴν ἀρχήν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφοδρύνω «ισχυροποιώ» (< σφοδρός)] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αρρενώ — ἀρρενῶ ( όω) (Α) [άρρην] 1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ 2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός … Dictionary of Greek
δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) … Dictionary of Greek
ενδυναμώνω — και ενδυναμώ (AM ἐνδυναμῶ, όω) ενισχύω, ισχυροποιώ νεοελλ. (για πράγμ.) στερεώνω, καθιστώ σταθερότερο … Dictionary of Greek
ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις … Dictionary of Greek
εχυρώ — ἐχυρῶ, όω (Α) [εχυρός] κάνω κάτι ασφαλές, οχυρώνω, ισχυροποιώ … Dictionary of Greek